- σφαίνω
- Νσφάλλω.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σφάλλω, κατά τα ρ. σε -αίνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεσφαίνω — (στον Ερωτόκρ.) 1. σφάλλω, παίρνω λανθασμένο δρόμο («εξέσφαλες τη στράτα», Ερωτόκρ.) 2. λησμονώ, ξεχνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + σφαίνω, άλλος τ. του σφάλλω] … Dictionary of Greek